μογοστοκία

μογοστοκία
μογοστοκία, ἡ (Α) [μογοστόκος]
δύσκολος και επώδυνος τοκετός, δυστοκία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μογοστοκίῃ — μογοστοκία painful child birth fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”